υπεργολάβος

υπεργολάβος
ο, Ν
εργολάβος που αναλαμβάνει υπεργολαβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + εργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπεργολάβος — ο αυτός που αναλαμβάνει υπεργολαβίες (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεργολαβία — η, Ν 1. η ανάθεση τής εκτέλεσης έργου ή μέρους έργου από έναν εργολάβο σε άλλον εργολάβο 2. η ανάθεση παραγγελιών από μεγάλη βιομηχανική μονάδα σε άλλη μικρότερη ή σε βιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”